δωροφόρος

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροφόρος Medium diacritics: δωροφόρος Low diacritics: δωροφόρος Capitals: ΔΩΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dōrophóros Transliteration B: dōrophoros Transliteration C: doroforos Beta Code: dwrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e (Archimelos); tributary, Euph.78.

German (Pape)

[Seite 696] Geschenke darbringend, Pind. P. 5, 86; zinsbar, Euphor. bei Ath. VI, 263 d; καρπῶν Archimel. 1 (App. 15).

Greek (Liddell-Scott)

δωροφόρος: -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte des présents ; particul. tributaire.
Étymologie: δῶρον, φέρω.

English (Slater)

δωροφόρος
   1 bearing gifts ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86)

Spanish (DGE)

-ον
1 que lleva regalos ἄνδρες Pi.P.5.86, χεῖρες epigr. en SHell.982.9, cf. Nonn.D.5.214, 574, φυλαί ZPE 7.1971.211 (Dídima III/II a.C.).
2 de pueblos portador de tributo, tributario Αἰθίοπες Callix.2 (p.173), esp. ref. los mariandinos como grupo o clase social δωροφόροι καλεοίαθ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας Euph.58, cf. Callistr.Arist.4, Poll.3.83, Hsch., euf. por δοῦλος Eust.1090.55.

Greek Monolingual

δωροφόρος, -ον (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. ο φόρου υποτελής.

Greek Monotonic

δωροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δωροφόρος: Pind. = δωροφορικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροφόρος -ον [δῶρον, φέρω] geschenken brengend.