κακοτυχέω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
A to be unfortunate, Th.2.60, D.C.Fr.36.15. II Astrol., occupy the region named κακὴ τύχη, Vett.Val.66.7.
German (Pape)
[Seite 1304] unglücklich sein, Ggstz εὐτυχέω, Thuc. 2, 60.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτῠχέω: εἶμαι κακοτυχής, ἀντίθετον τῷ εὐτυχέω, Θουκ. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être malheureux.
Étymologie: κακοτυχής.
Greek Monotonic
κᾰκοτῠχέω: μέλ. -ήσω, είμαι κακότυχος, δυστυχώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτῠχέω: быть несчастным Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτυχέω [κακοτυχής] tegenslag hebben.