κακάγγελος

From LSJ
Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκάγγελος Medium diacritics: κακάγγελος Low diacritics: κακάγγελος Capitals: ΚΑΚΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: kakángelos Transliteration B: kakangelos Transliteration C: kakaggelos Beta Code: kaka/ggelos

English (LSJ)

ον,

   A bringing ill tidings, γλῶσσα A.Ag.636, cf. Plu.2.241b, Ant.Lib.15.4.

German (Pape)

[Seite 1297] Schlimmes meldend, Unglücksbote; εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν Aesch. Ag. 622; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκάγγελος: -ον, ἄγγελος κακῶν, κομιστὴς κακῶν ἀγγελιῶν, γλῶσσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 636, πρβλ. Πλούτ. 2. 241Β, Ἀντ. Λιβερ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui annonce une mauvaise nouvelle.
Étymologie: κακός, ἄγγελος.

Greek Monolingual

ο, η (Α κακάγγελος, -ον)
αυτός που αναγγέλλει δυσάρεστες ειδήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ἄγγελος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκάγγελος: возвещающий дурное, сообщающий печальные вести (γλῶσσα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακάγγελος -ον [κακός, ἄγγελος] slecht nieuws brengend.