κέγχρων

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέγχρων Medium diacritics: κέγχρων Low diacritics: κέγχρων Capitals: ΚΕΓΧΡΩΝ
Transliteration A: kénchrōn Transliteration B: kenchrōn Transliteration C: kegchron Beta Code: ke/gxrwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a local wind on the river Phasis, Hp.

   A Aër.15.

German (Pape)

[Seite 1410] ωνος, ὁ, ein am Phasis wehender Wind, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κέγχρων: ὁ, τοπικός τις ἄνεμος πνέων κατὰ τὸν ποταμὸν Φᾶσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290.

Greek Monolingual

κέγχρων> ὁ (Α)
τοπικός άνεμος που πνέει στον ποταμό Φάσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τη λ. κέρχνος, με σημ. «βραχνάδα», δεν φαίνεται πιθανή].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέγχρων -ονος, ὁ kenchron (naam van lokale wind bij de rivier de Phasis).