κεκύθωσι
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek (Liddell-Scott)
κεκύθωσι: ῠ, ἴδε ἐν λ. κεύθω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. sbj. ao.2 poét. de κεύθω.
English (Autenrieth)
see κεύθω.
Greek Monotonic
κεκύθωσι: [ῠ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. βʹ του κεύθω.
Russian (Dvoretsky)
κεκύθωσι: эп. 3 л. pl. pf. conjct. к κεύθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκύθωσι ep. conj. aor. act. 3 plur. van κεύθω.