κυνηγετέω

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγετέω Medium diacritics: κυνηγετέω Low diacritics: κυνηγετέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΕΩ
Transliteration A: kynēgetéō Transliteration B: kynēgeteō Transliteration C: kynigeteo Beta Code: kunhgete/w

English (LSJ)

Dor. κυνᾱγ-,

   A hunt, Ar.Eq.1382, X. Cyn.5.34, etc.: c. acc., ὗς ἀγρίους κ. Aeschin.3.255, cf. Plb.31.14.3: metaph., persecute, harass, A.Pr.572 (lyr.); hunt down, τινας Plu. Mar.43: c. acc. cogn., κ. τέκνων διωγμόν E.HF898 (lyr.): abs., quest about, like a hound, S.Aj.5.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. κυναγός)· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. ἐκκυνηγετέω· ― μεταφορ., καταδιώκω, κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. μετὰ συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. aller à la chasse;
2 tr. poursuivre à la chasse, chasser ; fig. poursuivre, harceler, ou simpl. rechercher la piste, acc..
Étymologie: κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης),
I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ.
II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγετέω: дор. κῠνᾱγετέω
1) идти на охоту Arph., Xen.;
2) охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);
3) выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);
4) (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγετέω, Dor. κυνᾱγετέω [κυνηγέτης] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.