παραπαιδαγωγέω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
A help to train or form, Plu.2.321b. II improve, reform gradually, π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.Nigr.12.
German (Pape)
[Seite 492] anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεθαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καθαρὸν τῆς διαίτης μεθιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραπαιδᾰγωγέω: βοηθῶ εἰς παιδαγώγησιν ἢ μόρφωσιν, Πλούτ. 2. 321B· ἐπιτεταμ., π. μὴ ἁμαρτάνειν Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. βαθμηδὸν μεταβάλλω ὅ,τι κακόν, μεθαρμόττουσι καὶ παραπαιδαγωγοῦσι Λουκ. Νιγρῖν. 12
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aider à élever, à former;
2 améliorer peu à peu par l’éducation.
Étymologie: παρά, παιδαγωγέω.
Greek Monotonic
παραπαιδᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ να εκπαιδευθεί κάποιος ή να ασκηθεί· διαπλάθω, μορφοποιώ βαθμιαία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παραπαιδᾰγωγέω: 1) содействовать воспитанию, помогать устраивать (τὴν πολιτείαν Plut.);
2) перевоспитывать (π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-παιδαγωγέω corrigeren, verbeteren.