πλευστέον
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
or πλευστέα, (πλέω)
A one must sail, πλευστέα Ar.Lys.411; πλευστέον . . αὐτοῖς ἐμβᾶσι D.4.16, cf. Them.Or.27.337c.
Greek (Liddell-Scott)
πλευστέον: ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πλέω, δεῖ πλεῖν, πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· πλευστέον... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19.
Greek Monotonic
πλευστέον: ρημ. επίθ. από το πλέω, πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πλευστέον: adj. verb. к πλέω I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλευστέον, adj. verb. van πλέω, er moet gevaren worden.