σαββατικός

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

German (Pape)

[Seite 856] zum Sabbath gehörig; dah. πόθος, Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σαββατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Σάββατον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος
2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» — κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως
β) «σαββατικός μην» — ο έβδομος μήνας του οποίου η πρώτη μέρα ήταν Σάββατο και αργία
γ) «σαββατική οδός» — η οδός που επιτρεπόταν να βαδίσουν κατά την ημέρα του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την πόλη
αρχ.
φρ. «σαββατικὸς πόθος» — αγάπη για Ιουδαίο ή για Ιουδαία.

Russian (Dvoretsky)

σαββᾰτικός: досл. субботний, перен. иудейский Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαββατικός -ή -όν [σάββατον] van de sabbat, op de sabbat betrekking hebbend; overdr.. σ. πόθος een sabbatsverlangen (d.w.z. verliefdheid op een Jood) AP 5.160.3.