στυφοκόμπος

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

German (Pape)

[Seite 960] = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.

Greek Monolingual

ή στυφόκομπος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών»
2. το ορτύκι, ο όρτυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγό-κομπος)].

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόμπος: v. l. = στυφοκόπος.