στύφλος

From LSJ
Revision as of 13:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύφλος Medium diacritics: στύφλος Low diacritics: στύφλος Capitals: ΣΤΥΦΛΟΣ
Transliteration A: stýphlos Transliteration B: styphlos Transliteration C: styflos Beta Code: stu/flos

English (LSJ)

ον,=

   A στυφελός 1, στύφλους παρ' ἀκτάς A.Pers.303; τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.Pr.748; στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.Ant.250; ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.Ba.1137, cf. IT1429, Lyc.737.

Greek Monolingual

-ον, και στυφλός, -όν, Α
τραχύς, σκληρός, στυφελός («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύφλος -ον [~ στυφελός] hard, ruw.