συνεκπλώω
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
German (Pape)
[Seite 1013] ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεκπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπλώω: ион. = συνεκπλέω.