γέντα
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
τά,
A = ἔντερα, Call.Fr.309, Nic.Al.62,557; = κρέα, σπλάγχνα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 484] τά (nach Eust. thraeisch, vgl. ἔντος), Eingeweide, Fleisch, Call. frg. 409; Nic. Al. 62. 569; VLL. σπλάγχνα.
Greek (Liddell-Scott)
γέντα: τά, = ἔντερα, Καλλ. Ἀποσπ. 309, Νίκ. Ἀλ. 62, 569.
Greek Monolingual
γέντα, τα (AM)
έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για λ. θρακικής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το γαστήρ].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: intestines (Call.); κρέα, σπλάγχνα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology; acc. to Eust. Thracian. Szemerényi WuS NF 1, 156f. connects γαστήρ (q. v.).