μοτός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ,
A tent, tampon, lint pledget for dressing wounds, Hp.VC14: dat. pl. μοτοῖς Dsc.3.82, μότοις Heliod. ap. Orib.44.11.11: Ep.gen.pl. μοτάων (as if from μοτή) Q.S.4.212: neut. pl. μότα, τά, Call.Fr.7.40 P., Hsch. II drainage tube, μ. κασσιτέρινος κοῖλος Hp.Morb.2.47; also μ. στερεός ib. 59.
Greek (Liddell-Scott)
μοτός: ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· ὡσαύτως μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. ἔμμοτος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charpie, rouleau de charpie.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
ο, και μοτόν, το (Α μοτός)
είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ.) μότα
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη»
2. αποχετευτικός σωλήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. παραδίδει ο Ησύχ. ως ουδ. στον πληθ. μότα, με αναβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
μοτός: ὁ, κομματιασμένο λινό ύφασμα, ξαντό (που χρησιμ. ως επίθεμα στα τραύματα), πρβλ. ἔμμοτος.
Russian (Dvoretsky)
μοτός: ὁ корпия (для ран) Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lint pledget, lint, compress, tampon(Hp., Dsc.); pl. τὰ μότα (Call., H.; as μηρός : μῆρα a.o.), gen. μοτάων (Q. S. 4, 212; verse-end); μοτὸς ... κοῖλος drainage tube (Hp.).
Compounds: Compp. μοτο-φύλαξ m., -άκιον n. bandage, to retain a compress (Medic.), ἔμ-μοτος provided with μ., treated, also ulcerating, of wounds (Medic. since Hp.), also metaph. (A. Ch. 471), cf. Bechtel Dial. 3, 294 f.
Derivatives: Dimin. μοτάριον (Gal., EM; Lat. motarium); further μότ-ωμα n. lint dressing (Hp., pap.), -ημα n. linen, oakum (pap.). Denomin. μοτόω, also with δια-, ἐπι-, περι-, stop up, tampon with (δια-, περι-)μότω-σις tampon (Medic., LXX), backformation διάμοτον n. lint, tent (Paul.Aeg.); besides ἐμ-μοτέω id. (Medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Medical echnical expressions without etymology. Arbitrary hypotheses of Prellwitz (s. Bq) and W.-Hofmann s. motā-rium; new proposal by Sommer A. u. Sprw. 53 f.: to μοτρο-γένειος H. (cod. [at alphab. unrighteous position] μοτρο-γένειον σπανίῳ πώγωνι; cf. Schmidt ad loc.), Μοτ(τ)ύλος. Fur. 182 compares μόδα στρώματα; if so Pre-Greek.