σίσαρον
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
τό,
A parsnip, Pastinaca sativa, Epich.3, 27, Diocl.Fr.122, Sammelb.6801.23 (iii B.C.), Dsc.2.113, Sor.1.51.
German (Pape)
[Seite 884] τό, eine Pflanze mit eßbarer Wurzel, Rapunzel; Epicharm. bei Ath. III, 120 c; Diosc.; sium sisarum Linn., lat, siser.
Greek (Liddell-Scott)
σίσᾰρον: τό, φυτόν τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, ἴσως τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία φυτού με εδώδιμη ρίζα, ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα φυτών ἄσαρον, ἀρίσαρον, σάρι, καθώς και με το λατ. siser που έχει την ίδια σημ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από σάρον «σκουπίδι» με διπλασιασμό σι- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: Pastinaca sativa (Epich., Diocl. Fr., Dsc. a.o.); -ιον n. des. of a female ornament (com. after Poll. 5, 101, H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Reminds of ἄσαρον, άσαρον (s. vv.), ἡδύσαρον; vgl. Strömberg Pflanzennamen 157 f., who sees in it a reduplication of σάρον in Call. Del. 225, which however does not mean with S. pincers, but as usual dirt, here as denigrating designation of an island. W.-Hofmann s. siser compares σάρι n. (Thphr.), name of a kind of rush.