ῥοφέω

From LSJ
Revision as of 06:59, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοφέω Medium diacritics: ῥοφέω Low diacritics: ροφέω Capitals: ΡΟΦΕΩ
Transliteration A: rhophéō Transliteration B: rhopheō Transliteration C: rofeo Beta Code: r(ofe/w

English (LSJ)

A.Eu.264, Ar.V.906, etc.; also ῥοφάνω (ῥῠφ-), Hp. Morb.2.12, 19, etc.; ῥοφάω, PMag.Lond.121.182 (ῥοφωμένην together with

   A ῥοφοῦντι Colot. in Ly.7 [col. 9]), Sch. T Il.5.126:—fut. ῥοφήσομαι Ar.V.814; whence Elmsl. alters ῥοφήσεις into -ήσει in Ach.278, Eq.360 (ἐκ-), Pax 716: aor. ἐρρόφησα Hp.Morb.2.42, Ar. Eq.51, (ἐπεκ-) ib.701, (ἀπ-) X.Cyr.1.3.10:—Pass., aor. part. ῥοφηθείς Nic.Al.389:—a form ῥῠφέω (Ion. acc. to Phot.) occurs in Hippon. 132; aor. ῥυφῆσαι Ar.Fr.450; Med. ῥυφήσασθαι Hp.Epid.7.11:—sup greedily up, gulp down, ἀπὸ ζῶντος ῥ. ἐρυθρὸν . . πελανόν A.Eu.264(lyr.), cf. Ar.V.812,814, etc.; τινος some of a thing, Luc.Lex.5; ῥοφοῦντα πίνειν ὥσπερ βοῦν X.An.4.5.32: abs., Ar.Eq.51, V.906,982; of Charybdis, Arist.Mete.356b15.    2 drain dry, empty, τρύβλιον Ar. Ach.278, Eq.905; so ῥ. ἀρτηρίας, of the poison on the robe of Heracles, S.Tr.1055.    II live on slops, opp. ξηρὸν σιτίον, Hp. VM6. (Cf. Lat. sorbeo, Lith. srebiù 'sip', etc.)

German (Pape)

[Seite 849] schlürfen, schlucken; ἀπὸ ζῶντος ῥοφεῖν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πέλανον, Aesch. Eum. 254; Soph. sagt von dem Gifte des Gewandes der Deianira ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας, πνεύμονός τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ ξυνοικοῦν, Trach. 1055; Ar. Ach. 266 u. öfter; fut. ῥοφήσομαι, Vesp. 814 u. sp. D., wie Nic. Al. 388; ῥοφοῦντα πιεῖν ὥςπερ βοῦν, Xen. An. 4, 5, 22; ausschlürfen, ᾠόν, Ephipp. bei Ath. II, 58 a. Nebenformen sind ῥοφάω, ῥοφάνω, ῥομφάνω, auch ῥυμφάνω, verwandt ῥοιζέω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοφέω: Ἰων. ῥυφέω, Ἱππῶναξ 88, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· ἕτερος ἐνεστ. ῥοφάνω (ῥυφ-) παρ’ Ἱππ. 465. 4., 468. 3, κτλ.· ῥοφάω παρὰ Θεοφρ. Νόνν. 145· - μέλλ. ῥοφήσομαι Ἀριστοφ. Σφ. 814· ὅθεν ὁ Elmsl. μεταβάλλει τὸ ῥοφήσεις εἰς -ήσει ἐν Ἀχ. 278, Ἱππ. 360, Εἰρ. 716· - ἀόρ. ἐρρόφησα Ἱππ. 474. 7, Ἀριστοφ. Ἱππ. 51, (ἐκ-) αὐτόθι 701, (ἀπ-) Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. - Παθ., μετοχ. ἀορ. ῥοφηθεὶς Νικ. Ἀλεξιφ. 389· - ὁ τύπος ῥυφέω (Ἰων. κατὰ τὸν Φώτ.) ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 115· ἀόρ. ῥυφῆσαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108α· μέσ. ῥυφήσασθαι Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ ζ΄, 1213. Ροφῶ λαιμάργως, ῥοφῶ, ἀποζώντων ῥοφεῖν ἐρυθρόν, πέλανον Αἰσχύλ. Εὐμ. 264, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 812, 814, κτλ.· τινος, μέρος ἔκ τινος πράγματος, Λουκ. Λεξιφάν. 5· ῥοφοῦντα πιεῖν ὥσπερ βοῦν Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 32· ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 51, Σφ. 906, 982· ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 3, 2. 2) κενῶ, «ἀδειάζω», καταβροχθίζω τὸ περιεχόμενον, ἐκ κραιπάλης ἔωθεν εἰρήνης ῥοφήσει τρυβλίον Ἀριστοφ. Ἀχ. 278, Ἱππ. 905· οὕτω, ῥ. ἀρτηρίας, ἐπὶ τοῦ δηλητηρίου τοῦ ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ Ἠρακλέους, βέβρωκε σάρκας, πλεύμονός τ’ ἀρτηρίας ῥοφεῖ ξυνοικοῦν Σοφ. Τρ. 1055. ΙΙ. τρέφομαι διὰ ῥοφημάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξηρὸν σιτίον, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. (Ἐντεῦθεν ῥόμμα, ῥόφημα, ῥοπτός· πρβλ. Λατ. sorb-eo, sorp-tus, sorb-ilis· Λιθ. sreb-iu, surb-iu, (sorbeo), sriub-a (ζωμός, «σοῦπα»).)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐρρόφουν, f. ῥοφήσω et ῥοφήσομαι, ao. ἐρρόφησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρροφήθην;
absorber, avaler, engloutir, acc. ; avec le gén. partit. : ἀκράτου LUC avaler du vin pur ; abs. avaler de la nourriture.
Étymologie: R. Ῥοφ avaler ; cf. lat. sorbeo.

Spanish

sorber

Greek Monotonic

ῥοφέω: μέλ. -ήσω και -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐρρόφησα·
1. ρουφώ λαίμαργα, άπληστα, καταπίνω ρουφηχτά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
2. στραγγίζω, αποξηραίνω, κενώνω, αδειάζω, καταβροχθίζω το περιεχόμενο, σε Αριστοφ.· με τη σημασία αυτή, ῥοφέω ἀρτηρίας, λέγεται για το δηλητήριο πάνω στον χιτώνα του Ηρακλή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοφέω: ион. ῥῠφέω (fut. ῥοφήσω и ῥοφήσομαι)
1) жадно втягивать, всасывать, поглощать (τι Aesch., Arph. и τινος Luc.): ῥοφοῦντα πίνειν ὥσπερ βοῦν Xen. пить, втягивая, как вол;
2) высасывать (πνεύμονος ἀρτηρίας Soph.);
3) осушать, очищать (τρύβλιον Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to slurp, to gulp, also nasalized ῥυμφάνω (Hp.; Bechtel Dial. 3, 198).
Other forms: Fut. ῥοφήσομαι, , aor. ῥοφῆσαι (Ar., X., Arist.; also Hp.), Ion. (Hippon., Hp.) ῥυφέω, -ῆσαι, also ῥυμφάνω (Jouanna, RPh 55 (1981)205-13). Rarely -άω (late).
Compounds: Also w. ἐκ-, ἀνα-, κατα- a.o.
Derivatives: ῥόφ-ημα (ῥύφ-) n. "dish, which is slurped", thick broth, soup (Hp., Arist.) with -ημάτιον (A. D.), -ηματώδης soup-like (medic.); -ησις (ἀνα-, κατα-) f. slurping (Arist., medic.), -ητός apt for slurping (Str., medic.), -ητικός slurping (Str.); also ῥόμμα = ῥόφημα, ῥοπτός = ῥοφητός (Hp. ap. Gal.), as if from ῥόφω (EM); ῥόφισμα n. (Cyran.: *ῥοφίζω).
Origin: IE [Indo-European] [1001] *s(e)rbh- slurp.
Etymology: Iterative-intensive formation with many near cognates, which mostly represent a zero grade, IE *sr̥bh-; Arm. arbi I drank (pres. ǝmpem prob. to πίνω), Lith. surbiù, sur̃bti suck, OCS srъbati, Russ. serbátь slurp, Lat. sorbeō id.. Given these forms one is tempted to consider also ῥυφέω as zero grade (Schwyzer 351 f.). A primary full grade present is retained in Lith. srebiù, srė̃bti eat (liquid food) wit a spoon, IE *srebh-; beside it IE *serbh- in Alb. gjerp slurp (the form seems to go back on *sorbʰ-eyo, Huld Alb. Etymologies 143). To a primary verb with remarkable o-vocalism (prob. after ῥοφέω) seem to go back also ῥόμμα, ῥοπτός. The widespread family is also found in German. (e.g. MHG sürpfeln, Swed. sörpla slurp with secondary pf resp. p) and in Iran. (Psht. rawdǝl suck a.o.; Morgenstierne Pashto s.v., Sarūpa- Bhāratī [1954] 1). -- WP. 2, 704, Pok. 1001, W.-Hofmann s. sorbeō, Fraenkel s. sur̃bti, Vasmer s. serbátь w. further forms a. lit. -- Cf. ῥυβδέω. -- The form ῥυφ- will rather be an (omomatop.?) byform.