διαμιμνῄσκομαι

From LSJ
Revision as of 14:25, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμιμνῄσκομαι Medium diacritics: διαμιμνῄσκομαι Low diacritics: διαμιμνήσκομαι Capitals: ΔΙΑΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: diamimnḗiskomai Transliteration B: diamimnēskomai Transliteration C: diamimniskomai Beta Code: diamimnh/|skomai

English (LSJ)

only pf. Pass. διαμέμνημαι,

   A keep in memory, X. Mem.1.4.13, D.H.4.9.    II make mention of, Ph.1.509, Lyd. Mag.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

διαμιμνῄσκομαι: ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. διαμέμνημαι, διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 13, Διον. Ἁλ. 4. 9.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo tema de perf.]
1 acordarse, recordar c. ac. ὅσα ἂν ἀκούσῃ X.Mem.1.4.13, τὰς εὐεργεσίας D.H.4.9
c. gen. tener siempre en la memoria, guardar un constante recuerdo τῶν σκωμμάτων αὐτοῦ D.Chr.32.98, τῆς οἴκαδε ἐπανόδου Ph.1.627, τῶν προστάξεων αὐτοῦ Ph.1.456, cf. 528.
2 en escritos mencionar c. gen. τῆς μὲν οὖν πρώτης (ἐκστάσεως) ἐν ταῖς ... γραφείσαις ἄραις διαμέμνηται Ph.1.509, διαγράφων βασιλείαν τοῦ θρόνου καὶ τραβέας διαμέμνηται Lyd.Mag.1.7.

Greek Monolingual

διαμιμνήσκομαι (Α)
1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου
2. μνημονεύω, αναφέρω.