εὐκάματος

Revision as of 15:50, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A of easy labour, easy, κάματος E.Ba.66 (lyr.).    2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335.    3 easily enduring fatigue, Philostr. Gym.42.    4 laborious, ἄγρη Nonn.D.5.483; caused by toil, ἱδρῶτες Id.25.28.

German (Pape)

[Seite 1073] κάματος, gute leichte Arbeit, Eur. Bacch. 66; ἔργα, gute Thaten, Epigr. (I, 10); στέφανοι, durch gute Anstrengung erworben, Epigr. in athl. stat. 1 (Plan. 335), u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάμᾰτος: -ον, εὔκολος, κόπος, εὔκολος, πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, καλῶς εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. στέφανος, στέφανος κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aisé, d’un travail facile.
Étymologie: εὖ, κάματος.

Greek Monolingual

εὐκάματος, -ον (ΑΜ)
αρχ.-μσν.
1. ο κατασκευασμένος με κόπο
2. φιλόπονος, εργατικός, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο εύκολος
2. αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα
3. φρ. «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάματος «κόπος, αγώνας»].

Greek Monotonic

εὐκάμᾰτος: -ον, αυτός που αποκτιέται με εύκολο τρόπο, εύκολος, σε Ευρ.· εὐκ. ἔργα, καλοδουλεμένα έργα, σε Ανθ.· εὐκ. στέφανος, στεφάνι που αποκτήθηκε με ευγενή μόχθο, αγώνα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάμᾰτος:
1) легкий, приятный (κάματος Eur., Plut.);
2) блистательный, славный (ἔργα Anth.).