λωποδυτέω

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδῠτέω Medium diacritics: λωποδυτέω Low diacritics: λωποδυτέω Capitals: ΛΩΠΟΔΥΤΕΩ
Transliteration A: lōpodytéō Transliteration B: lōpodyteō Transliteration C: lopodyteo Beta Code: lwpodute/w

English (LSJ)

   A steal clothes, esp. from bathers or travellers, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62, Arist. Pol.1267a4; λ. ἐσθῆτα Luc.Bis Acc.34; λ. τινὰ ἐσθῆτα Philostr.VA 8.7.    II generally, rob, plunder, Ar.Ec.565,Pl.165, Diph.32.14, LXX IEs.4.24: c. acc. pers., Ar.Ra.1075, D.9.22; of plagiarists, λ. Ὅμηρον AP11.130 (Poll.).

Greek (Liddell-Scott)

λωποδῠτέω: κλέπτω τὰ ἐνδύματα, ἰδίως τῶν λουομένων ἢ ὁδοιπορούντων, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 62, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 11· λ. ἐσθῆτα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34. ΙΙ. καθόλου, κλέπτω, λῃστεύω, διαρπάζω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 569, Πλ. 165· ― μετ’ αἰτ. προσ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1075, Δημ. 116. 19· ἐπὶ τῶν ἀσκούντων λογοκλοπίαν, τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν Ἀνθ. Π. 11. 130.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 voler un manteau, un habit, détrousser;
2 p. ext. piller, voler.
Étymologie: λωποδύτης.

Greek Monotonic

λωποδῠτέω: μέλ. λωποδυτήσω,
I. κλέβω τα ρούχα, κυρίως από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν.
II. γενικά, κλέβω, ληστεύω, αρπάζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λωποδῠτέω: 1) красть чужое платье (κλέπτειν καὶ λ. Plat.);
2) (об одежде) красть, грабить (ἐσθῆτα Luc.);
3) грабить, обирать, разорять (τὰς πόλεις Dem.; τινα Arph.);
4) заниматься плагиатом, грабить (τὸν Ὃμηρον ἀναιδῶς Anth.).