δρυάς
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
seul. gén. pl. δρυάδων;
pièces formant la quille d’un navire.
Étymologie: δρῦς.
Greek Monolingual
δρυάς, ο (Μ)
δάσος από βαλανιδιές, δρυμός.
η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες)
νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως του δέντρου «δρύς»
νεοελλ.
αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά στο κάτω
μσν.
δάσος από βαλανιδιές
αρχ.
είδος φιδιού.