ετός

From LSJ
Revision as of 12:57, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

(I)
ἐτός (Α)
επίρρ. (πάντοτε με άρνηση) ματαίως, χωρίς λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῑς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -τος (πρβλ. εντός) < Fετός, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ swe-tos. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. svatah, αβεστ. xvatō «αφ' εαυτού, από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. hut «μάταια» και με τον τ. αύτως «μάταια, απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης ετός θεωρείται το επίθ. ετώσιος < Fετώσιος].
(II)
ἐτός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ετεός, αληθής
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἐτά
πράγματι, στ' αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετάζω].
(III)
ἑτός, -ή, -όν (Α)
(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ίημι «ρίχνω», που εμφανίζει το αοριστικό θ. - (πρβλ. προστ. αορ. -ς, -τω)].