Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(I)
(-άω) (AM ἐνορμῶ) ορμώ
ορμώ μέσα, εισορμώ.
(II)
(-έω) (AM ἐνορμῶ)
είμαι αραγμένος σε λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ορμώ «είμαι αγκυροβολημένος» (για πλοίο) < όρμος].