ημερεύω

Revision as of 13:06, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ἡμερεύω (Α) ημέρα
1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)
2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα
3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας
4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).
(II)
και μερεύω ήμερος
1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)
3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι
4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.