κατάβα

From LSJ
Revision as of 13:17, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.

Greek Monolingual

(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.
(II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.

Greek Monotonic

κατάβα: αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατάβᾱ: Arph. (= κατάβηθι) 2 л. imper. aor. 2 к καταβαίνω.