Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(I)ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἀγρός(για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.(II)ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἄγρα1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).