εὐαγορέω
From LSJ
English (LSJ)
εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.
German (Pape)
[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.
English (Slater)
εὐᾱγορέω
1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
Greek Monotonic
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. αντί εὐηγ-.
Middle Liddell
εὐᾱγορέω, [doric for εὐηγορέω