λαθροδήκτης

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von λάθαργος.

Greek Monolingual

(I)
λαθροδήκτης και λαθροδάκτης, ὁ (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφοδαγκανιάρης («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + δήκτης < δάκνω), πρβλ. θηριο-δήκτης. Ο τ. λαθροδάκτης < λάθρα + -δάκτης (< δάκνω)].
(II)
ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae.