προσορμώ

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

(I)
προσορμῶ, -έω, ΝΑ πρόσορμος
(αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ
νεοελλ.
είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο.
(II)
-άω, Α [ὁρμῶ (Ι)]
ορμώ προς κάποιον ή κάτι.