κεραοῦχος
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A = κεροῦχος 1, AP6.10 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1421] = κεροῦχος, Hörner habend, gehörnt, βωμός Antp. Sid. 12 (VI, 10).
Greek (Liddell-Scott)
κεραοῦχος: -ον, (ἔχω) = κεροῦχος, Ἀνθ. Π. 6. 10.
Greek Monolingual
κεραοῡχος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -oῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
κεραοῦχος: -ον (ἔχω) = κεροῦχος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κεραοῦχος: украшенный рогами (βωμός Anth.).
Middle Liddell
κερα-οῦχος, ον [ἔχω] = κεροῦχος, Anth.]