ἐλεγκτήρ

From LSJ
Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγκτήρ Medium diacritics: ἐλεγκτήρ Low diacritics: ελεγκτήρ Capitals: ΕΛΕΓΚΤΗΡ
Transliteration A: elenktḗr Transliteration B: elenktēr Transliteration C: elegktir Beta Code: e)legkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3.

German (Pape)

[Seite 793] ῆρος, ὁ, der Ueberführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελέγχων ἢ ἀνευρίσκων, τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 32 (ἄλλως ἐλεγκτής).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui réfute ou convainc.
Étymologie: ἐλέγχω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
el que aporta pruebas de culpabilidad οὐ γὰρ μηνυτὴς οὐδ' ἐλεγκτὴρ τῶν ἀποκτεινάντων εἰμί Antipho 2.4.3.

Greek Monotonic

ἐλεγκτήρ: -ῆρος ή ἐλεγκτής, -οῦ, ὁ, αυτός ο οποίος επιρρίπτει ευθύνες ή τις αναζητά, τῶν ἀποκτεινάντων, σε Αντιφ.

Middle Liddell

ἐλεγκτήρ, ῆρος,
one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho.