λιποτάξιον

Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

τό,

   A desertion, λ. διαπεπραγμένοι Ph.2.132:—elsewh. in gen. λιποταξίου γραφή, indictment

   A for desertion, Pl.Lg.943d, D.21.103; ἔνοχος λιποταξίου Lys.14.5; τὰ δ' ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου, Com. phrase, Antiph.129.9, cf. Pl.Com.7, Ar.Fr.808, v. Poll.8.42.

Greek Monolingual

λιποτάξιον, τὸ (Α) λιποτάκτης
1. λιποταξία
2. φρ. «λιποταξίου ή (λιποστρατίου) γραφή» — καταγγελία εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.

Russian (Dvoretsky)

λῐποτάξιον: τό = λιποταξία: λιποταξίου γραφή Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.

Middle Liddell

λῐπο-ταξίου, γραφή, ἡ,
λῐπο-ταξίου γραφή, ἡ, an indictment for desertion, Plat., Dem.