ἀναλάζομαι

Revision as of 15:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A take again, μορφήν Mosch.2.163.

German (Pape)

[Seite 195] wieder annehmen, μορφήν Mosch. 2, 159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλάζομαι: ἀποθ., ἀναλαμβάνω, λαμβάνω πάλιν, Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).

French (Bailly abrégé)

reprendre.
Étymologie: ἀνά, λάζομαι.

Spanish (DGE)

tomar de nuevo Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163.

Greek Monotonic

ἀναλάζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., αναλαμβάνω, σε Μόσχ.

Middle Liddell


Dep. only in pres., to take again, Mosch.