ἀντιχαίρω

Revision as of 16:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A rejoice in turn or answer, Νίκα ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant. 149.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχαίρω: χαίρω καὶ αὐτός ὁμοίως, συμμερίζομαι τὴν χαράν τινος, Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ (κατὰ τὸν Blaydes, ἄρτι χαρεῖσα˙Ϗ ὁ δὲ Schmidt γράφει ἄρτι φανεῖσα) Σοφ. Ἀντ. 149˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα χαίρω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. fém. ἀντιχαρεῖσα;
payer de retour l’amour de.
Étymologie: ἀντί, χαίρω.

Spanish (DGE)

en v. med.-pas. alegrar en compensación Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant.149.

Greek Monolingual

ἀντιχαίρω)
νεοελλ.
αντιχαίρετε
απάντηση στον χαιρετισμό χαίρετε
αρχ.
χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντιχαίρω: χαίρομαι σε απάντηση προς, τινί, σε Σοφ. (Στην μτχ. Παθ. αορ. βʹ ἀντιχᾰρείς).

Russian (Dvoretsky)

ἀντιχαίρω: ликующе идти навстречу (τινί Soph.).

Middle Liddell

[in aor.2 pass. part. ἀντιχαρείς.]
to rejoice in answer to, τινί Soph.