ἄστηλος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστηλος Medium diacritics: ἄστηλος Low diacritics: άστηλος Capitals: ΑΣΤΗΛΟΣ
Transliteration A: ástēlos Transliteration B: astēlos Transliteration C: astilos Beta Code: a)/sthlos

English (LSJ)

ον,

   A without tombstone, AP7.479 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 376] (στήλη), ohne Säule, bes. ohne Grabstein, Anth., z. B. Theorids. 18 (VII, 479).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cippe funéraire.
Étymologie: ἀ, στήλη.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene estela funeraria, ἄστηλος περ ἐοῦσα AP 7.479 (Theodorid.).

Greek Monolingual

ἄστηλος, -ον (Α)
χωρίς επιτύμβια στήλη.

Greek Monotonic

ἄστηλος: -ον (στήλη), αυτός που δεν έχει επιτύμβια στήλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστηλος: без надгробной стелы (πέτρος Anth.).

Middle Liddell

στήλη
without tombstone, Anth.