ἀρχαιολόγος

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, Alterthumsforscher; der die alte Geschichte erzählt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενος περὶ ἀρχαίων πραγμάτων, ἀρχαιολόγου ἱστορίας Θεόδ. Στουδ. σ. 548.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 [[actor que representaba tipos del drama antiguo por op. al βιολόγος ‘mimo’ que representaba tipos de la vida cotidiana]] IG 22.2153.7 (II/III d.C.), Atellani σκηνικοί, ἀρχαιολόγοι, βιολόγοι Gloss.2.22.
2 anticuario λιβραρίῳ ἤτοι ἀρχαιολόγῳ librario siue antiquario, DP 7.69.

Greek Monolingual

ο, η (Μ ἀρχαιολόγος)
νεοελλ.
αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την τέχνη της αρχαιότητας
μσν.
εκείνος που αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λόγος < λόγος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀρχαιολόγος: ὁ (λέγω), μελετητής της αρχαιότητας.

Middle Liddell

λέγω
an antiquary.