διτάλαντος

From LSJ
Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐτάλαντος Medium diacritics: διτάλαντος Low diacritics: διτάλαντος Capitals: ΔΙΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: ditálantos Transliteration B: ditalantos Transliteration C: ditalantos Beta Code: dita/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον,

   A weighing two talents, σταθμός Hdt.1.50, 2.96; worth two talents, δ. εἶχες ἔρανον D.18.312; οἶκοι δ. Id.27.64: neut. as Subst., δ. ἀργυρίου LXX 4 Ki.5.23.

Greek (Liddell-Scott)

δῐτάλαντος: -ον, ἀξίζων ἢ ζυγίζων δύο τάλαντα, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 96· δ. εἶχες ἔρανον Δημ. 329. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse ou vaut deux talents.
Étymologie: δίς, τάλαντον.

Spanish (DGE)

-ον
1 que pesa dos talentos ἡμιπλίνθια Hdt.1.50, λίθος Hdt.2.96, πλίνθοι D.S.16.56, πανοπλία Plu.Demetr.21, ὁλκή Luc.Nau.20, ἐκπώματα Luc.Nau.39.
2 que vale dos talentos διτάλαντον δ' εἶχες ἔρανον D.18.312, οἶκοι D.27.64, φίλημα Luc.DMort.20.3
de dos talentos μισθός Philostr.VS 525
neutr. subst. δ. ἀργυρίου LXX 4Re.5.23, cf. Poll.9.54, δραχμῶν δ. TAM 3.798.15 (Termeso II d.C.).

Greek Monolingual

διτάλαντος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων
2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα
3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον
δύο τάλαντα.

Greek Monotonic

δῐτάλαντος: -ον (τάλαντον), αυτός που αξίζει ή ζυγίζει δύο τάλαντα, σε Ηρόδ.· αυτός που στοιχίζει δύο τάλαντα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διτάλαντος:
1) весом в два таланта (λίθος Her.; πανοπλία Plut.);
2) стоимостью в два таланта (οἶκος Dem.).

Middle Liddell

δῐ-τάλαντος, ον adj τάλαντον
worth or weighing two talents, Hdt.: costing two talents, Dem.