ἑλικοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 21:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἑλικοβλέφαρος Low diacritics: ελικοβλέφαρος Capitals: ΕΛΙΚΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: helikoblépharos Transliteration B: helikoblepharos Transliteration C: elikovlefaros Beta Code: e(likoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with ever-moving eyes, quick-glancing, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.

German (Pape)

[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἑλῐκοβλέφᾰρος) -ον

• Alolema(s): -γλέφᾰρος Pi.P.4.172, Fr.123.8

• Morfología: [gen. -οιο Q.S.13.470]
que gira los ojos, de ojos vivarachos o alegresde Afrodita, Hes.Th.16, h.Hom.6.19, Pi.Fr.123.8, Orph.H.57.4, tal vez de la eólide Eurita, Hes.Fr.11.2, de Leda, Pi.P.4.172, de Maya, Simon.50.2, de Helena, Q.S.l.c.
interpr. como de hermosos ojos Hsch., Sch.Hes.Th.16b
o de negros ojos Eust.57.2.

Greek Monolingual

ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.

Greek Monotonic

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό βλέμμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἑλῐκοβλέφαρος: с (красиво) загнутыми ресницами (эпитет Афродиты HH, Hes., Pind. и Леды Pind.).

Middle Liddell

βλέφαρον
with ever-moving eyelids, quick-glancing, Hhymn.