εὐρωτιάω
English (LSJ)
(εὐρώς)
A to be or become mouldy, decay, Thphr.CP1.6.8, Luc.Nec.15, etc.; βίος εὐρωτιῶν the life of 'the great unwashed', Ar. Nu.44.
German (Pape)
[Seite 1096] schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Uebertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωτιάω: (εὐρὼς) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· βίος εὐρωτιῶν, ὁ βίος τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, βίος «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se moisir ou être moisi, gâté, croupir.
Étymologie: εὐρώς.
Greek Monotonic
εὐρωτιάω: (εὐρώς), είμαι ή γίνομαι σάπιος, μουχλιάζω, φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, βίος εὐρωτιῶν, ζωή βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη λάσπη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρωτιάω: покрываться плесенью, загнивать (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): βίος εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.
Middle Liddell
εὐρωτιάω, εὐρώς
to be or become mouldy, βίος εὐρωτιῶν the life of the unwashed, Ar.