μουχλιάζω
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
(Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) μούχλα
1. καλύπτομαι από μούχλα
2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής καθυστέρησης
β) βρίσκομαι σε κατάσταση ηθικής κατάπτωσης, αποσύνθεσης
2. κάνω κάτι να καλυφθεί από μούχλα, να χαλάσει («η υγρασία μούχλιασε το τυρί»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουχλιασμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει μουχλιάσει, πανιασμένος, σαπρός, σάπιος («μουχλιασμένο ψωμί»)
β) απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, οπισθοδρομικός («μουχλιασμένες ιδέες»)
4. παροιμ. «τα σκουλιά τα χτενισμένα στην κασέλα μουχλιασμένα» — λέγεται για ωραίες κοπέλλες που μένουν ανύπαντρες λόγω ατυχίας.