θειασμός

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ὁ,

   A superstition, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, of Nicias, Th.7.50.    II inspiration, frenzy, θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες D.H.7.68; θειασμοῦ [ἐπιρρήματα], such as εὐοἵ, D.T.642.17.

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Begeisterung, Prophezeihung in der Begeisterung, Sp., wie D. Hal. 7, 68. Bes. Aberglaube; vom Nicias heißt es, er sei ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, Thuc. 7, 50; vgl. Plut. de Herod. malign. 2 Nic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

θειασμός: ἔμπνευσις θεία, ἐνθουσιασμός, μαντεία, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
superstition.
Étymologie: θειάζω.

Greek Monolingual

θειασμός, ὁ (Α) θειάζω
1. δεισιδαιμονία
2. θεία έμπνευση, ενθουσιασμός και, κατ' επέκταση, μαντεία.

Greek Monotonic

θειασμός: -οῦ, ὁ, θεία έμπνευση, μαντεία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

θειασμός: ὁ (боговдохновенное) прорицание: ἦν θειασμῷ προσκείμενος Thuc., Plut. (Никий) верил в прорицания.

Middle Liddell

θειασμός, οῦ,
practice of divination, Thuc.