θάσσων
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
Att. θάττων,
A v. ταχύς. θάτας· θῆτας (θύτας cod.), τοὺς δούλους (Cypr.), Hsch. θατέρᾳ, θάτερον, v. ἕτερος.
German (Pape)
[Seite 1188] att. θάττων, ον, comparat. von ταχύς, sch neller, Hom. u. Folgde. S. ταχύς.
Greek (Liddell-Scott)
θάσσων: Ἀττ. θάττων, ἴδε ἐν λ. ταχύς.
French (Bailly abrégé)
Cp. de ταχύς.
English (Autenrieth)
see ταχύς.
Greek Monolingual
θάσσων, νεώτ. αττ. τ. θάττων, -ον (Α)
(συγκρ. του ταχύς) ταχύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.
Greek Monotonic
θάσσων: Αττ. θάττων, συγκρ. του ταχύς, ταχύτερος, γρηγορότερος· ουδ. θᾶσσον ως επίρρ., περισσότερο γρήγορα, πιο γρήγορα.
Russian (Dvoretsky)
θάσσων: атт. θάττων compar. к ταχύς.
Frisk Etymological English
Meaning: quicker
Other forms: att. θάττων
See also: s. ταχύς.
Middle Liddell
[comp. of ταχύς
quicker, swifter: neut. θᾶσσον as adv., more quickly.