κακορροθέω
From LSJ
English (LSJ)
A = κακολογέω: c. acc., abuse, revile, E.Hipp.340, Alc.707, Ar.Ach.577, Th.896.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
injurier, outrager, acc..
Étymologie: κακός, ῥόθος.
Greek Monotonic
κᾰκορροθέω: μέλ. -ήσω (ῥόθος), κακολογώ, βλασφημώ, αποπαίρνω, εξυβρίζω, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκορροθέω: бранить, злословить, поносить (τινα Eur.; τὴν πόλιν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακορροθέω [κακός, ῥοθέω] beledigen, zwart maken.
Middle Liddell
κᾰκορ-ροθέω, fut. -ήσω ῥόθος
to speak evil of, abuse, revile, Eur., Ar.