κάλλιστος

From LSJ
Revision as of 23:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιστος Medium diacritics: κάλλιστος Low diacritics: κάλλιστος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kállistos Transliteration B: kallistos Transliteration C: kallistos Beta Code: ka/llistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of καλός;

   A v. καλός B.

German (Pape)

[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.

Greek Monotonic

κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιστος: superl. к καλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.

Middle Liddell

κάλλιστος, η, ον [Sup. of καλός: v. καλός B.]