ῥαββί

From LSJ
Revision as of 00:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαββί Medium diacritics: ῥαββί Low diacritics: ραββί Capitals: ΡΑΒΒΙ
Transliteration A: rhabbí Transliteration B: rhabbi Transliteration C: ravvi Beta Code: r(abbi/

English (LSJ)

   A O my Master, Hebr. word in Ev.Matt.23.7, al.; also ῥαββονί or ῥαββουνί, Ev.Marc.10.51, Ev.Jo.20.16.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, = ὦ διδάσκαλέ μου, Ἑβραϊκαὶ λέξεις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

English (Strong)

of Hebrew origin (רָב with pronominal suffix); my master, i.e Rabbi, as an official title of honor: Master, Rabbi.

Greek Monolingual

ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α
(κυρίως στην Καινή Διαθήκη)
1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές του Νόμου και της Γραφής, μέγας διδάσκαλος του Μωσαϊκού Νόμου
2. (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) προσφώνηση του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι ῥαββί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. rabb «δάσκαλος»].

Greek Monotonic

ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, ω διδάσκαλέ μου, Εβρ. λέξεις, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ῥαββί: и ῥαββουνί ὁ indecl. (евр.) (мой) учитель NT.

Middle Liddell

o my master, Hebr. words in NTest.