Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφηνοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνοκέφᾰλος Medium diacritics: σφηνοκέφαλος Low diacritics: σφηνοκέφαλος Capitals: ΣΦΗΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: sphēnoképhalos Transliteration B: sphēnokephalos Transliteration C: sfinokefalos Beta Code: sfhnoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête pointue.
Étymologie: σφήν, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο / σφηνοκέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -κέφαλος (< κεφαλή)].

Greek Monotonic

σφηνοκέφαλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

σφηνο-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
with peaked head, Strab.