φιλόπλους

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui aime naviguer.
Étymologie: φίλος, πλέω.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].

Russian (Dvoretsky)

φιλόπλους: стяж. = φιλόπλοος.

Middle Liddell

φῐλό-πλους, ουν,
fond of sailing, Anth.