χρυσόφιλος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
German (Pape)
[Seite 1382] das Gold liebend, Anth. VIII, 185.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 8. 185.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a de l’amour pour l’or.
Étymologie: χρυσός, φίλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπάει πολύ τον χρυσό, φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. μουσό-φιλος].
Greek Monotonic
χρῡσόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά το χρυσό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόφῐλος: златолюбивый Anth.