κουφολογία

From LSJ
Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολογία Medium diacritics: κουφολογία Low diacritics: κουφολογία Capitals: ΚΟΥΦΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kouphología Transliteration B: kouphologia Transliteration C: koufologia Beta Code: koufologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.

Greek Monolingual

κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», Θουκ.).

Greek Monotonic

κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.

Middle Liddell

κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος