κουφολογία
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ,
A light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.
Greek (Liddell-Scott)
κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.
Greek Monolingual
κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», Θουκ.).
Greek Monotonic
κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.
Middle Liddell
κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος