κυανόφρυς
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
German (Pape)
[Seite 1522] υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux sourcils noirs ou sombres.
Étymologie: κύανος, ὀφρύς.
Greek Monolingual
κυανόφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].
Greek Monotonic
κυᾰνόφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόφρυς: υ, gen. υος чернобровый Theocr.
Middle Liddell
κυᾰν-όφρυς, υ,
dark-browed, Theocr.