κώκυμα

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώκῡμα Medium diacritics: κώκυμα Low diacritics: κώκυμα Capitals: ΚΩΚΥΜΑ
Transliteration A: kṓkyma Transliteration B: kōkyma Transliteration C: kokyma Beta Code: kw/kuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shriek, wail, in pl., λιγέα κ. A.Pers.332; ὀξέα S. Aj.321; ὔρθια Id.Ant.1206.

German (Pape)

[Seite 1541] τό, das Geheulte, das Heulen Klagen; λιγέα κωκύματα Aesch. Pers. 324, vgl. 419; φωνῆς ὀρθίων κωκυμάτων κλύει τις Soph. Ant. 1191; Ai. 314; Eur. Or. 1298.

Greek (Liddell-Scott)

κώκῡμα: τό, κραυγή, θρῆνος, ἐν τῷ πληθ., λιγέα κωκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 332· ὀξέα Σοφ. Αἴ. 321· ὄρθια ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1206.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lamentation.
Étymologie: κωκύω.

Greek Monolingual

κώκυμα, -ύματος, τὸ (Α) κωκύω
συν. στον πληθ. τὰ κωκύματα
θρήνος, σπαραχτική κραυγή («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κώκῡμα: -ατος, τό, θρήνος, κραυγή, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κώκῡμα: ατος τό (только pl.) вопль, плач, жалобы Trag.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κώκυμα -ατος, τό [κωκύω] meestal plur., gehuil.

Middle Liddell

κώκῡμα, ατος, τό,
a shriek, wail, Aesch., Soph. [from κωκύω